9.4.14

Η μαμά μου



Τόσα κείμενα για τον μπαμπά που έφυγε και κανένα κείμενο για την μαμά που είναι ακόμα εδώ και μας αντέχει. Άδικο.

Η μαμά μου είχε διαφορά 12 χρόνια από τον μπαμπά μου, κάτι που δικαιολογούσε το ‘’έχω τα τρία κορίτσια μου΄’ του μπαμπά μου υπολογίζοντας και την αδερφή μου. Αυτά τα δώδεκα χρόνια διαφοράς στα δικά μου μάτια δεν φάνηκαν ποτέ μιας και θυμάμαι πάντα την μαμά μου να φροντίζει τον μπαμπά που είχε χτυπήσει το πόδι του, που τον πονούσε η μέση του, που είχε δέκατα. Να τον προειδοποιεί για το κάπνισμα και για την κακή διατροφή.
Μαμά ακόμα και στον μπαμπά μου.

Θυμάμαι την μαμά πάντα με χρωματιστά φορέματα ή με μπλε ελεκτρίκ φούστες και μονόχρωμες λευκές ή κόκκινες μπλούζες, άξιες επιλογές της δεκαετίας του ΄80. Θυμάμαι να παίρνω κρυφά το κραγιόν σε απόχρωση ‘’σάπιου μήλου΄’ και το άρωμα της, νομίζοντας πως δεν καταλάβαινε τη διαφορά. Και θυμάμαι να μου τραβάει μαλακά την κοτσίδα όταν γκρίνιαζα από βαρεμάρα πως πεινάω αλλά απέρριπτα όλες τις προτάσεις για φαγητό.
Θες τόστ; Όχι. Θες να σου φτιάξω πατάτες τηγανιτές; Όχι. Θες να σου καθαρίσω φρούτα; Όχι. Ε, κάνε υπομονή. Αυριο θα φτιάξουμε παστίτσιο.

Ολη η μανούρα στην μανούλα τωρα πια πιστεύω ότι γινόταν για να γίνει η συνέχεια του διαλόγου. Μετά το ‘’Ε, κάνε υπομονή. Αυριο θα φτιάξουμε παστίτσιο’’ ενιωθα το δίκιο να με πνίγει. ‘’Μα τι μάνα είσαι εσύ; Τώρα πεινάει το παιδί σου, για αύριο του λες;’΄και μ αυτό περνούσε και η πείνα μου. Ένα πράγμα που συμβαίνει ακόμα και τώρα όταν την συναντάω και θέλω με κάτι να γκρινιάξω.

Η μαμά μου φτιάχνει τις καλύτερες τηγανιτές πατάτες που έχεις φάει στον κόσμο. Δεν το λέω εγώ. Τον λένε όσοι τρώνε τις πατάτες της. Παλιότερα μαγείρευε πολλά νόστιμα πράγματα αλλά πλέον έχει ενημερωθεί για τις συνέπειες του νατρίου στο σώμα και μας τα κάνει όλα ανάλατα. Την ίδια εποχή ανακάλυψε τα βιολογικά προιόντα και θεωρεί πως οι ντομάτες τώρα πια δεν θέλουν λουκάνικο και αυγά δίπλα τους για να δείξουν. Είναι που μεγαλώσαμε και εμείς και μας προσέχει πιο πολύ. Είναι που δεν έχει πια τον μπαμπά και έχει ρίξει όλη την προσοχή της σε εμάς. Και έτσι τρώμε πολύ σαλατικό και καθόλου λουκάνικο.

Η μαμά μου είναι από εκείνες της μαμάδες που αν έχεις πυρετό θα σου ανεβάσουν και την πίεση με το ‘’σου έλεγα εγώ να ντύνεσαι’’ αλλά θα τις νιώσεις στις 4 τα ξημερώματα να δοκιμάζουν το μετωπό σου αν καίει.

Η μαμά μου ελευταία εγκαινίασε προφίλ στο facebook και ένας νέος κόσμος ανοίχτηκε μπροστά της. Και σε εμάς φυσικά. Γιατί πλέον κάθετι που θέλω να γράψω το διπλοσκέφτομαι μιας και θα το δει και η μανούλα. Κάθε φωτογραφία που θέλω να ανεβάσω, κάθε σχόλιο που θέλω να κάνω.



Μανούλα σ αγαπώ. Θα στο λέω πιο συχνά. 

4.12.13

Τόνια Δ.

[Τι νόημα έχει η πρώτη λέξη του τίτλου του blog αν έχω τόσο καιρό να γράψω για φίλους. Θα πιάσω τους νέους φίλους έναν έναν. Οι νέοι φίλοι είναι και συνεργάτες, σχεδόν οικογένεια.  Και  είναι  ω μα τι τύχη! πολλοί.]

Η Τόνια είναι το γαμάτο Αμερικανάκι που γνώρισα τυχαία λίγο πριν το καλοκαίρι. Λέει τα μισά Αγγλικά και τα άλλα μισά ελληνικά. Θέλεις να την πάρεις από το χέρι και να την γράψεις σε φροντιστήριο αλλά όταν το ξανασκέφτεσαι βλέπεις πόσο χαριτωμένο είναι αυτό όταν είναι αληθινό και όχι  όπως το κάνουν τα κορίτσια του deree.

Η Τόνια θα σου πει αυτό που θέλει ευθέως. Και ακριβώς την ώρα που πρέπει.
Η Τόνια μου θυμίζει την γαμάτη πτυχή του εαυτού μου. Τις στιγμές που έχω υπάρξει κουλ, όμορφη, έξυπνη και ετοιμόλογη. Όλοι μας έχουμε τέτοιες στιγμές. Απλά στην Τόνια αυτές οι στιγμές υπερτερούν.  Και ας μην ξέρει τι πάει να πει ασκαρδαμυκτί. 




4.9.13

εσύ πέντε λεπτά με σένα

Έχεις σταθεί ποτέ να παρατηρήσεις τα δάχτυλα των χεριών σου; Το σημαδι που σου άφησε το σουγιαδακι στον αριστερό αντίχειρα απο οταν ήσουν 9 χρονών; Να χαζέψεις τα δάχτυλα που δουλεύουν τόσα χρόνια για σένα; Την φακίδα στο εσωτερικό του αγκώνα σου; Να καμαρώσεις για τα υγιή μαλλιά σου, να "συγχωρέσεις" την μυωπία 2,25 στο αριστερο σου μάτι και να συμφιλιωθείς με τα ψωμάκια στους γλουτούς σου; Εχεις προσέξει τα δάχτυλα των ποδιών σου και πόσο βάρος σηκώνουν κάθε μέρα τόσα χρόνια; Έχεις χαιδέψει με αγάπη το μικρο χτυπημένο χίλιες φορές στο κομοδίνο δάχτυλο του ποδιού σου;
Κάντο, θα δεις έχει πλάκα. 

19.7.13

Δεκάλεπτο

Σήμερα πέρασε από το σπίτι η Μαρία. Ανάμεσα στις συζητήσεις που κάναμε έπιασα ένα βερνίκι νυχιών που ήταν μπροστά μου στο γραφείο και έβαψα το μικρό μου νύχι.
Ξέχασα να το ξεβάψω και έτσι σου γράφω τώρα με τα εννιά μου αγνά νύχια και το ένα το παρδαλό.

Ο φίλος μου ο Βασίλης στα πολλά χρήσιμα που μου έχει μάθει είναι και η συμβουλή του δεκάλεπτου. Κάθε βράδυ που ξαπλώνεις να χρησιμοποιείς δέκα λεπτα για να σκέφτεσαι την μέρα σου. Τι μπορούσες να κάνεις καλύτερα, τι θα σε έκανε καλύτερο άνθρωπο, τι σου έφερε η μέρα, ο,τι θέλει να σκεφτεί ο καθένας.
Ένα πολύ εποικοδομητικό δεκάλεπτο. Δέκα λεπτά με τον εαυτό σου. Εσύ και εκείνος.

Πολλές φορές σ αυτο το δεκάλεπτο έχω σκεφτει πόσο φοβάμαι τις ξαφνικές απώλειες. Κυρίως ανθρώπων που αγαπάω.

Και πολλές φορές βάζω μουσική σ αυτά τα δεκάλεπτα. Για παρέα. Η μουσική σε κάνει να σκέφτεσαι λίγο πιο θετικά. Λίγο πιο αισιόδοξα.
Επίσης επειδή κάποια αγαπημένα άτομα τα έχω συνδέσει με τραγούδια αυτό είναι ιδανικό να ηρεμείς σε εκείνα τα καημένα τα δέκα τα λεπτά. Ο ήχος είναι οικείος. Ψυχολογία.

Το πρόβλημα είναι ότι τυχαία σειρά των τραγουδιών περνάει σε τραγούδι που δεν θες,  σε κάνει να ανοιγεις τα μάτια και να χάνεις το φόκους. 
Κάποιο από αυτά τα βράδια διάλεξα να ακούσω ένα τραγούδι στο you tube. Δεν έχει κατέβει ολόκληρο και ξαφνικά σταμάτησε. Σκέφτηκα πως πρεπει να συνεχίσω να είμαι με τα μάτια κλειστά. Να μείνω πιστή στο δεκάλεπτο. Να συνεχίσω χωρίς το τραγούδι.

Τα τραγούδια είναι άνθρωποι. Τα τραγούδια σταματάνε απότομα και εσύ πρέπει να συνεχίσεις χωρίς αυτά.
Κάποιες φορές το πετυχαίνεις, αλλά με κάποια τραγούδια είναι κάπως πιο δύσκολο. Αλλά τελικά ακόμα και αν ανοίξεις τα μάτια, θα συνεχίσεις να αναπνέεις. Οποτε σιγουρα μπορεις να συνεχίσεις. Απλά θα χασεις για λιγο το φοκους.

ΥΓ Και φυσικά είναι μια τέλεια άσκηση για να μην ξεχάσεις ποιοι είναι οι σημαντικοί σου και να φροντίσεις να είσαι δίπλα τους για οσο περισσότερο γίνεται ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΧΑΝΕΙΣ ΤΟ ΦΟΚΟΥΣ

Φιλια

3.5.13

Φειθ


Τις τελευταίες μέρες, λόγω Πάσχα όλο και περισσότερες συζητήσεις για την πίστη. Ειδικά αν νηστεύεις, είναι η sos ερώτηση. 

Η απάντηση δεν έχει και πολύ σημασία. Η πίστη είναι κάτι πολύ προσωπικό. Αν πιστεύεις σε κάτι είναι μόνο δικό σου θέμα. Σε μεγάλα κέφια ίσως και κάποιων πολύ δικών σου ανθρώπων, μόνο και μόνο επειδή είναι δικοί σου και επιλέγεις εσύ να το μοιραστείς. Ή ακόμα και αν θες μοιράσου το με όλο τον κόσμο. Ιτς απ του γιου. 

Στο τι πιστεύεις το πράγμα μπλέκεται ακόμα πιο πολύ. Ακόμα και αν θελει κάποιος να το εξηγήσει, το πιο πιθανό είναι να μην τα καταφέρει. Χαμένος κόπος. Ώρες προσπάθειας και πως να μπεις στο μυαλό του άλλου. Αν επιμένεις πάλι, προσπάθησε. Ιτς απ του γιου. 

Θυμάμαι την εκκλησία στο χωριό. Πόσο τεράστια μου φαινόταν. Πόσο κοντά στο σπίτι. Και πόσο ενοχλητικές οι καμπάνες τις Κυριακές. Πόσο περήφανη που δίπλα είχε ένα μεταβυζαντινό εκκλησάκι που οι Τούρκοι είχαν σκαλίσει τα μάτια των αγίων. Και πόσο μικρή μου φάνηκε όταν πήγα στα 27 μου μετά από πολλά χρόνια. 

Νομίζω η πίστη που αποκτάς ή δεν αποκτάς στην ζωή σου. Οχι απαραίτητα η θρησκευτική, γενικά η πίστη, έχει να κάνει με το πως, και ποιος σε μεγάλωσε. 

Πάντα πίστευα πως η πίστη είναι απαραίτητη σαν την αναπνοή. Όχι απαραίτητα η θρησκευτική, όχι η χριστιανική, όποια πίστη θες να διαλέξεις. Αν το σκεφτείς έχεις πιστέψει και εσύ πολλές φορές σε κάτι. Οτιδήποτε. 

Οι μόνες στιγμές που χάνω την πίστη μου είναι όταν βλέπω άρρωστα παιδιά. 

Αλλα την ξαναβρίσκω. Αυτόματα. Σαν φυσική διαδικασία. 

*αυτό το ποστ γράφτηκε σχεδόν μέχρι να πιστέψω ότι οι ήχοι που ακούω δεν είναι ληστές αλλά η σκούπα του αποπάνω. 

12.4.13

Αυτά τα δύο. Για την ώρα.

Δύο πράγματα με κάνουν ευτυχισμένη αυτόν τον Απρίλιο. Ενα τραγούδι και ένα κεσεδάκι με φακές. Το τραγούδι: Δεν θυμάμαι πότε το πρωτοάκουσα.

  
Λίγη σημασία έχει. 
Το χορεύω μαγειρεύοντας αρακά. 

Έχω ανακαλύψει ένα μικρό ολοδικό μου χορευτικό και το προβάρω πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Σχεδόν περπατάω μ αυτό. Ίσως στο δείξω μια μέρα.

Το κεσεδάκι: Όλοι βάλαμε φακές σε κεσεδάκι. Όλοι τις ξεχάσαμε και μερικές μέρες μετά απλά τις πετάξαμε. Εβαλα φακές στο ποτηράκι μου στις 11 Μαρτίου. Ακριβώς έναν μήνα μετά το φύλλωμα είναι καταπράσινο. Είναι ολοζώντανες και περιμένουν και αυτές το καλοκαίρι. Ισως κάνουμε μαζί Χριστούγεννα. Τόσο φακές θαύμα είναι.

Ισως μέχρι να περάσει αυτός ο Απρίλιος να έχω βρει ακόμα κανα δυό πράγματα να με κάνουν χαρούμενη.Οχι τίποτα άλλο, μα είναι κρίμα, είναι η καλύτερη εποχή για συναυλίες, βόλτες και κοκτέιλ στην ταράτσα.

2.4.13

Βράδυ Απριλίου

Όπως ακούς σε ραντομ σειρά μουσική, πέφτεις πάνω στους The decemberists. H’ καλύτερα πέφτουν αυτοί πάνω σου. Και τους μισείς από την τρίτη στροφή του τραγουδιού. Έτσι. Γιατί έτσι. Ή σχεδόν γιατί έτσι. Και κάθεσαι στο μπαλκόνι να πάρεις μια ανάσα και να χαρείς λίγο ένα από τα πρώτα γλυκά βράδια της άνοιξης. 

Την τελευταία φορά που άκουσες αυτό το τραγούδι ήταν 2 χρόνια πριν. Σχεδόν ακριβώς τόσο. Κάθεσαι πάλι στο μπαλκόνι, θα πρέπει να είναι εννιά δεκα το βράδυ. Ψιλοκρυωνεις αλλά είναι η εποχή που φτιάχνει ο καιρός και δεν σε νοιάζει πολύ. Θες να κλάψεις. Πριν δυό μέρες χώρισες. Και για δύο μέρες οι φίλοι σου δεν σε άφησαν μόνη. Αλλά κάποια στιγμή θα έμενες. Και να που έμεινες.
Θες  να φωνάξεις στους απέναντι να ανοίξουν τα παντζούρια να δεις μέσα στο σπίτι τους, πως ζουν με τα παιδιά τους, πως κοιμούνται, πως τρώνε. Έτσι για παρέα. Αντί αυτού σηκώθηκες και έβαλες ένα ποτήρι κρασί. Δεν σου αρέσει το κρασί. Αλλά έτσι και αλλιώς πόσα από αυτά που σου αρέσουν κάνεις; Γύρισες στην θέση σου πιο ψύχραιμη. Κοίταξες μια το ποτήρι με το κρασί, μια τα παντζούρια των απέναντι.  Και είπες να σκεφτείς τι θα κάνεις με αυτό το ελάττωμα. Με αυτό που δεν κάνεις τίποτα για όσα δεν σου αρέσουν αλλά τα έχεις στην ζωή σου. Θα ήταν ενδιαφέρον να ξεκινήσεις από το να τα μετρήσεις. Να τα βρεις και να κάνεις καταμέτρηση. 

Πίνεις μια γουλιά κρασί. Είναι Κυριακή βράδυ ενός Απριλίου. Και είσαι μόνη σου στο σπίτι. Το είπαμε ήδη ε; Πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού βλέπεις δύο βιντεοκασέτες με ασπρόμαυρο αμερικάνικο κινηματογράφο, ένα βιβλίο αναποδογυρισμένο, δεν ξεχωρίζεις ποιο είναι, έχεις να ασχοληθείς με το σπίτι πάνω από δύο μέρες. Ίσως το τραπεζάκι να έχει και σκόνη. Άλλο τόσο έχεις να φας. Δύο μέρες και δεν έχεις πεινάσει ακόμα.
Στέλνεις ένα μήνυμα σε εκείνον. Σκέφτεσαι πως αν απαντήσεις άμεσα τότε ναι, τα πράγματα είναι καλά. Πάντα σου άρεσε να παίζεις τέτοια χαζά παιχνίδια. Να επιμένεις να προκαλείς την μοίρα. Αν δεν απαντήσει άμεσα, θα σβήσω το μήνυμα και το τηλέφωνο και τα πάντα. Και δεν θα απαντήσω ποτέ. Προσέχεις πως είναι 20.17. Μέχρι τις 20.30 σκέφτεσαι. Μετά τα σβήνω όλα.
Δεκατρία λεπτά. Τόσα δίνεις σε έναν άνθρωπο που ακόμα και αν θέλει να σου απαντήσει μπορεί να μην έχει μπαταρία, να κάνει μπάνιο, να τον έχουν απαγάγει εξωγήινοι. Είσαι όμως αμείλικτη. Δεκατρία λεπτά αξίζει για σένα αυτή η ευκαιρία. 

20.19 Πας να πετάξεις το κρασί και να βάλεις ένα ποτήρι νερό. Θα χρειαστεί. Από τον ακάλυπτο βλέπεις την πίσω πλευρά ενός διαμερίσματος που δεν έχεις προσέξει ποτέ. Ένας κύριος με λευκή φανέλα τρώει. Λαίμαργα. Με τα χέρια το περισσότερο φαγητό του. Και αηδιάζεις. Κλείνεις την κουρτίνα απότομα και πας στο μπαλκόνι.
20.21 Καμία απάντηση. Μισείς τα νέα τηλέφωνα που δεν έχουν αναφορά παράδοσης μηνύματος. Πάνω που συνηθίσαμε σ αυτή την υπηρεσία, μας την πήραν.
20.22 Αύριο είναι Δευτέρα. Δεν θες να πας στην δουλειά.
20.23 Εφτά λεπτά. Που είναι; Που μπορεί να είναι; Μήπως το κάνει επίτηδες; Και αν δεν απαντήσει ποτέ; Και τότε σε πιάνει πανικός. Όχι θα απαντήσει. Μοιραστηκατε τόσα πράγματα δεν μπορεί να χάνονται έτσι τα συναισθήματα.
20.25 Πέντε λεπτά. Για λίγο πέρασαν από το μυαλό σου μερικές άσχημες στιγμές σας. Ισως τελικά να είναι καλύτερα που δεν απαντάει. Καλύτερα και για τους δύο σας. Σε μερικές μέρες θα είμαι καλά. Σε λίγο καιρό θα το έχω ξεχάσει. Και σιγά, λες και δεν έχω ξαναχωρίσει. Πως κάνεις έτσι; Βόλτες στο μπαλκόνι.
20.28 Βαθιά ανάσα. Και  τώρα σκέφτεσαι αυτά τα δύο λεπτά που θα μεσολαβήσουν μέχρι να αναγκάσεις τον εαυτό σου να το πάρει απόφαση.
20.30 Σβήνεις το μήνυμα και το νούμερο από το τηλέφωνο με αργές κινήσεις που θα ζήλευε και πρωταγωνίστρια του Παπακαλιάτη. Δακρύζεις γιατί ξέρεις πως δεν θα χρησιμοποιήσεις ποτέ ξανά αυτή την σειρά αριθμών. Πως δεν τους ξαναδείς να αναβοσβήνουν στην οθόνη σου. Και δακρύζεις.

Βάζεις τα ακουστικά στο αυτί και κλείνεις τα μάτια. Σε όποιο τραγούδι πέσω σκέφτεσαι. Άλλο παρανοϊκό παιχνίδι αυτό. Πατάς και το ριπιτ. Να το ακούσεις δύο φορές. Οποιο και αν είναι. Και ακούς. Με κλειστά μάτια. The Decemberists.
Κάτι λιγότερο από άλλα δεκατρία λεπτά. Να σκεφτείς τους προηγούμενους πέντε μήνες. Σχεδόν όλο τον χειμώνα που πέρασε. Να θυμηθείς αστείες στιγμές. Ρομαντικές. Στιγμές στην δουλειά. Στιγμές με φίλους. Να προλάβεις να σκεφτείς το καλοκαίρι που έρχεται. Την επόμενη χρονιά. Πόσους ανθρώπους θα γνωρίσεις ακόμα και πόσες φορές θα ζήσεις ξανά αυτά τα δεκατρία λεπτά. Που τελικά είναι ολοδικά σου.
Αν ήξερες το μέλλον θα ήξερες πως λίγο καιρό μετά θα γνωρίσεις κάποιον που θα σου ζητάει να ακούσεις την καρδιά του κάθε φορά που του λες κάτι πολύ δυνατό. Θα πιάνει το χέρι σου και θα το ακουμπάει στην καρδιά του για να την νιώσεις. Θα σου κάνει μεγάλες αγκαλιές που θα κουμπώνουν. Και κανονικά αυτό θα πρέπει να είναι το μόνο που θα σε πρέπει να σε απασχολεί. Αλλά η μουσική τελειώνει. Μήνυμα δεν ήρθε. Πρέπει να πας να κάνεις ένα μπάνιο, να φας κάτι, να διαβάσεις λίγο από το βιβλίο, να αρχειοθετήσεις τις ταινίες και να ξαπλώσεις. Δευτέρα αύριο.
Για την ιστορία μήνυμα εκείνο το βράδυ δεν ήρθε. Μόνο δύο εβδομάδες μετά ένα «τι κάνεις;» που μύριζε τζιν τόνικ. Το οποίο μέχρι σήμερα έχει μείνει αναπάντητο.
Δύο χρόνια μετά θυμάσαι όλα αυτά και πόσο μισείς τους ανθρώπους που τρώνε με τα χέρια. Και τους The Decemberists. Και ακόμα δεν έχεις κάνει κάτι με αυτό το ελάττωμα. Του να κάνεις κάτι με όλα όσα δεν σου αρέσουν αλλά τα έχεις στην ζωή σου.