2.4.13

Βράδυ Απριλίου

Όπως ακούς σε ραντομ σειρά μουσική, πέφτεις πάνω στους The decemberists. H’ καλύτερα πέφτουν αυτοί πάνω σου. Και τους μισείς από την τρίτη στροφή του τραγουδιού. Έτσι. Γιατί έτσι. Ή σχεδόν γιατί έτσι. Και κάθεσαι στο μπαλκόνι να πάρεις μια ανάσα και να χαρείς λίγο ένα από τα πρώτα γλυκά βράδια της άνοιξης. 

Την τελευταία φορά που άκουσες αυτό το τραγούδι ήταν 2 χρόνια πριν. Σχεδόν ακριβώς τόσο. Κάθεσαι πάλι στο μπαλκόνι, θα πρέπει να είναι εννιά δεκα το βράδυ. Ψιλοκρυωνεις αλλά είναι η εποχή που φτιάχνει ο καιρός και δεν σε νοιάζει πολύ. Θες να κλάψεις. Πριν δυό μέρες χώρισες. Και για δύο μέρες οι φίλοι σου δεν σε άφησαν μόνη. Αλλά κάποια στιγμή θα έμενες. Και να που έμεινες.
Θες  να φωνάξεις στους απέναντι να ανοίξουν τα παντζούρια να δεις μέσα στο σπίτι τους, πως ζουν με τα παιδιά τους, πως κοιμούνται, πως τρώνε. Έτσι για παρέα. Αντί αυτού σηκώθηκες και έβαλες ένα ποτήρι κρασί. Δεν σου αρέσει το κρασί. Αλλά έτσι και αλλιώς πόσα από αυτά που σου αρέσουν κάνεις; Γύρισες στην θέση σου πιο ψύχραιμη. Κοίταξες μια το ποτήρι με το κρασί, μια τα παντζούρια των απέναντι.  Και είπες να σκεφτείς τι θα κάνεις με αυτό το ελάττωμα. Με αυτό που δεν κάνεις τίποτα για όσα δεν σου αρέσουν αλλά τα έχεις στην ζωή σου. Θα ήταν ενδιαφέρον να ξεκινήσεις από το να τα μετρήσεις. Να τα βρεις και να κάνεις καταμέτρηση. 

Πίνεις μια γουλιά κρασί. Είναι Κυριακή βράδυ ενός Απριλίου. Και είσαι μόνη σου στο σπίτι. Το είπαμε ήδη ε; Πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού βλέπεις δύο βιντεοκασέτες με ασπρόμαυρο αμερικάνικο κινηματογράφο, ένα βιβλίο αναποδογυρισμένο, δεν ξεχωρίζεις ποιο είναι, έχεις να ασχοληθείς με το σπίτι πάνω από δύο μέρες. Ίσως το τραπεζάκι να έχει και σκόνη. Άλλο τόσο έχεις να φας. Δύο μέρες και δεν έχεις πεινάσει ακόμα.
Στέλνεις ένα μήνυμα σε εκείνον. Σκέφτεσαι πως αν απαντήσεις άμεσα τότε ναι, τα πράγματα είναι καλά. Πάντα σου άρεσε να παίζεις τέτοια χαζά παιχνίδια. Να επιμένεις να προκαλείς την μοίρα. Αν δεν απαντήσει άμεσα, θα σβήσω το μήνυμα και το τηλέφωνο και τα πάντα. Και δεν θα απαντήσω ποτέ. Προσέχεις πως είναι 20.17. Μέχρι τις 20.30 σκέφτεσαι. Μετά τα σβήνω όλα.
Δεκατρία λεπτά. Τόσα δίνεις σε έναν άνθρωπο που ακόμα και αν θέλει να σου απαντήσει μπορεί να μην έχει μπαταρία, να κάνει μπάνιο, να τον έχουν απαγάγει εξωγήινοι. Είσαι όμως αμείλικτη. Δεκατρία λεπτά αξίζει για σένα αυτή η ευκαιρία. 

20.19 Πας να πετάξεις το κρασί και να βάλεις ένα ποτήρι νερό. Θα χρειαστεί. Από τον ακάλυπτο βλέπεις την πίσω πλευρά ενός διαμερίσματος που δεν έχεις προσέξει ποτέ. Ένας κύριος με λευκή φανέλα τρώει. Λαίμαργα. Με τα χέρια το περισσότερο φαγητό του. Και αηδιάζεις. Κλείνεις την κουρτίνα απότομα και πας στο μπαλκόνι.
20.21 Καμία απάντηση. Μισείς τα νέα τηλέφωνα που δεν έχουν αναφορά παράδοσης μηνύματος. Πάνω που συνηθίσαμε σ αυτή την υπηρεσία, μας την πήραν.
20.22 Αύριο είναι Δευτέρα. Δεν θες να πας στην δουλειά.
20.23 Εφτά λεπτά. Που είναι; Που μπορεί να είναι; Μήπως το κάνει επίτηδες; Και αν δεν απαντήσει ποτέ; Και τότε σε πιάνει πανικός. Όχι θα απαντήσει. Μοιραστηκατε τόσα πράγματα δεν μπορεί να χάνονται έτσι τα συναισθήματα.
20.25 Πέντε λεπτά. Για λίγο πέρασαν από το μυαλό σου μερικές άσχημες στιγμές σας. Ισως τελικά να είναι καλύτερα που δεν απαντάει. Καλύτερα και για τους δύο σας. Σε μερικές μέρες θα είμαι καλά. Σε λίγο καιρό θα το έχω ξεχάσει. Και σιγά, λες και δεν έχω ξαναχωρίσει. Πως κάνεις έτσι; Βόλτες στο μπαλκόνι.
20.28 Βαθιά ανάσα. Και  τώρα σκέφτεσαι αυτά τα δύο λεπτά που θα μεσολαβήσουν μέχρι να αναγκάσεις τον εαυτό σου να το πάρει απόφαση.
20.30 Σβήνεις το μήνυμα και το νούμερο από το τηλέφωνο με αργές κινήσεις που θα ζήλευε και πρωταγωνίστρια του Παπακαλιάτη. Δακρύζεις γιατί ξέρεις πως δεν θα χρησιμοποιήσεις ποτέ ξανά αυτή την σειρά αριθμών. Πως δεν τους ξαναδείς να αναβοσβήνουν στην οθόνη σου. Και δακρύζεις.

Βάζεις τα ακουστικά στο αυτί και κλείνεις τα μάτια. Σε όποιο τραγούδι πέσω σκέφτεσαι. Άλλο παρανοϊκό παιχνίδι αυτό. Πατάς και το ριπιτ. Να το ακούσεις δύο φορές. Οποιο και αν είναι. Και ακούς. Με κλειστά μάτια. The Decemberists.
Κάτι λιγότερο από άλλα δεκατρία λεπτά. Να σκεφτείς τους προηγούμενους πέντε μήνες. Σχεδόν όλο τον χειμώνα που πέρασε. Να θυμηθείς αστείες στιγμές. Ρομαντικές. Στιγμές στην δουλειά. Στιγμές με φίλους. Να προλάβεις να σκεφτείς το καλοκαίρι που έρχεται. Την επόμενη χρονιά. Πόσους ανθρώπους θα γνωρίσεις ακόμα και πόσες φορές θα ζήσεις ξανά αυτά τα δεκατρία λεπτά. Που τελικά είναι ολοδικά σου.
Αν ήξερες το μέλλον θα ήξερες πως λίγο καιρό μετά θα γνωρίσεις κάποιον που θα σου ζητάει να ακούσεις την καρδιά του κάθε φορά που του λες κάτι πολύ δυνατό. Θα πιάνει το χέρι σου και θα το ακουμπάει στην καρδιά του για να την νιώσεις. Θα σου κάνει μεγάλες αγκαλιές που θα κουμπώνουν. Και κανονικά αυτό θα πρέπει να είναι το μόνο που θα σε πρέπει να σε απασχολεί. Αλλά η μουσική τελειώνει. Μήνυμα δεν ήρθε. Πρέπει να πας να κάνεις ένα μπάνιο, να φας κάτι, να διαβάσεις λίγο από το βιβλίο, να αρχειοθετήσεις τις ταινίες και να ξαπλώσεις. Δευτέρα αύριο.
Για την ιστορία μήνυμα εκείνο το βράδυ δεν ήρθε. Μόνο δύο εβδομάδες μετά ένα «τι κάνεις;» που μύριζε τζιν τόνικ. Το οποίο μέχρι σήμερα έχει μείνει αναπάντητο.
Δύο χρόνια μετά θυμάσαι όλα αυτά και πόσο μισείς τους ανθρώπους που τρώνε με τα χέρια. Και τους The Decemberists. Και ακόμα δεν έχεις κάνει κάτι με αυτό το ελάττωμα. Του να κάνεις κάτι με όλα όσα δεν σου αρέσουν αλλά τα έχεις στην ζωή σου. 

1 σχόλιο:

  1. Αυτά τα "13" ή μπορεί και λιγότερα ή περισσότερα, τα έχω μετρήσει τόοοσες φορές! που μαζί με τους στίχους, τις φωτογραφίες που κοιτάς για πολλοστή φορά και όλες τις αναμνήσεις, σε κάνουν για λίγο να ξεχνάς τι σε περιμένει στη γωνία ;)

    χχχ

    ΑπάντησηΔιαγραφή