3.5.10

Δευτέρα πρωί...

Ανοίγω τα ματια μου πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι. Σκέφτομαι ότι είναι Δευτέρα και τα κλείνω ερμητικά. Γέρνω στο πλάι πλησιάζοντας το ξυπνητήρι και βλέπω οτι εχω άλλα 15 λεπτά ύπνου. Στα επόμενα δέκα λεπτά καταφέρνω να καταπιέσω τον εαυτό μου τόσο για να κοιμηθεί ώστε με πιάνει ταχυπαλμία. Σηκώνομαι, ψάχνω το φως, έχω πειστεί ότι κάποιος μετακινεί συνεχώς τον διακόπτη. Δεν εξηγείται αλλιώς. Με σβηστό φως κουτουλάω εναλλάξ απο το δεξί δοκάρι της πόρτας στο αριστερό και μετά απο 3 προσπάθειες επιτέλους βρίσκω τον στόχο μου και μπαίνω γκολ. Πλένω τα δόντια μου τόσο κοιμισμένη που ταράζομαι στην σκέψη μήπως έβαλα στην οδοντόβουρτσα σαπούνι χεριών αντί για οδοντόκρεμα. Και αφου επιβεβαίωνω την γεύση μέντας και όχι σαπουνιού Μασσαλίας στο στόμα μου σταματάω να βουρτσίζω με την οδοντόβουρτσα της Αργυρούς και παίρνω την δικιά μου.
Πραγματικά νυστάζω.. Στέκομαι στο καθρέφτη και επιθεωρώ το ντυσιμό μου. Παπούτσια ίδια τσεκ. Παντελόνι τσεκ. Μπλούζα τσεκ. Κρέμα αντιηλιακή τσεκ. Κλειδιά σπιτιού, γραφείου, κινητό.
Στο ασανσέρ με κοιτάζω με μισόκλειστα μάτια και μου χαμογελάω. Σκέφτομαι το σκ μου.

Βάλε ότι σάουντρακ θες, φαντάσου την εικόνα μου στο ασανσέρ να αχνοσβήνει και καθαρίζοντας την να αλλάζει πλάνο μεταφεροντάς μας στο παρελθόν.

Είμαστε Κυριακή βράδυ, η Αργυρώ και εγώ στο αγαπημένο μας μέρος. Εχουμε πιάσει αγαπημένη γωνιά και τα λέμε. Ενας κύριος με τζιν κοστούμι (πουκάμισο τζι φαρ ουεστ και τζιν παντελόνι Levi's, γαμώτο παπούτσια δεν είδα) μας κοιτάζει περίεργα. Εμείς συνεχίζουμε να μιλάμε και ξαφνικά ο μεσήλικας κύριος είναι στ αριστερά μου (από το μέρος που δεν ακούω καλά) και για να ακούσω πρέπει να γυρίσω όλο μου το πρόσωπο μπροστά του. Είναι αγένεια να σου μιλάει κάποιος (ακόμα και αν βγήκε απο γουέστερν) και να μην απαντάς. Με την άκρη του ματιού μου βλέπω την Αργυρώ να χαμογελάει αδιάφορα και ενοχικά αναλαμβάνω να σώσω την ευγενική δημόσια εικόνα μας. Γυρίζω στην πλευρά του και ενώ τον ακούω να μας λέει οτι είμαστε η πιο όμορφη πινελιά στον πίνακα αυτού του μαγαζιού, μαστιγώνομαι ανελέητα απο σάλια. Διατηρώ την ψυχραιμία μου, χαμογελάω και ενώ τον ευχαριστώ βρίζω τον εαυτό μου που δεν ανανέωσα το Betadine οταν μου τελείωσε προχθές.

Γυρίζω σπίτι ένα μισάωρο μετά και πλένω το προσωπό μου με καυτό νερό και σαπούνι. Η ροζ χλωρίνη μου χαμογελάει από το πάτωμα του μπάνιου και την αγνοώ.

Βάζω κρέμα και πάω για ύπνο, έχει πάει 2. Ξαπλώνω ανάσκελα και ανακαλύπτω ότι δεν θέλω να ακουμπήσω το προσωπό μου στο μαξιλάρι. Αναστενάζω και ξανασηκώνομαι. Πλένω ξανά το προσωπό μου, ξανά και ξανά. Ξαπλώνω στις 3 παρά.

Το κινηματογραφικό εφέ που σε επαναφέρει στην πραγματικότητα μέσα απο ένα σύννεφο, με βρίσκει πίσω στην Δευτέρα το πρωί, νυσταγμένη στην εταιρεία, να κρατάω τα μπράτσα της καρέκλας και την σέρνω προς το γραφείο. Σ αυτό το σημείο, ανάμεσα στα 4 εκατοστά, ανάμεσα σε μπράτσο και γραφείο, σφηνώνει ο δείκτης μου. Κάνω ένα άουτς και κρατώντας το δαχτυλό μου δεν μπορώ να αποφασίσω τι πονάει πιο πολύ: το δάχτυλο ή ότι είναι Δευτέρα πρωί...

2 σχόλια:

  1. Ροκ σιτσουέισονς τα σκ μας.
    Με κόλλα ούχου ξεκινάνε με κόκα κόλα Σούτσου καταλήγουν.

    Υ.Γ Παντέρμη οδοντόβουρτσα κοινόχρηστη έχεις γίνει.

    Α! Ε κ ε ί ν η

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. και μετά μου λες ότι δεν έγινε και τίποτα απουδαίο το Σ/Κ που πέρασε....
    κι έγω ρε θα πάω στους καταράκτες του Νιαγάρα να κάνω μπάνιο και θα ξεχάσω να το αναφέρω!
    ;οΡ
    τουλάχιστον υπάρχεις και σ΄αυτή τη διάσταση και μαθαίνω τα χαΐρια σου... παπάκι μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή