29.7.11

Το Σουβλάκι

Και όπως στεκόμουν στον καναπέ μου σήμερα και περίμενα να με πάρουν ένα τηλέφωνο να πάμε για καφέ, έτοιμη, ντυμένη να κοιτάζω την οθόνη του κινητού για να πάρω τα κλειδιά να κατέβω, μου ήρθε μια εικόνα στο μυαλό, μια γεύση, μια μυρωδιά. Από το πουθενά. Εκεί στο σαλόνι μου που ξεφύλλιζα το Elle, με κλειστά τα παράθυρα μύρισε σουβλάκι. Σουβλάκι από τα Άγραφα των Εξαρχείων. Σουβλάκι με πίτα βουτηγμένη το λάδι και ξεροψημένη. Με σουβλάκι από γνήσιο χοιρινό και τηγανητές πατάτες. Με τζατζίκι και κρεμμύδι. Όχι ένα οποιοδήποτε σουβλάκι. Θυμήθηκα το πρώτο σουβλάκι που έφαγα ποτέ.


Με πορτοκαλί σορτσάκι και πλαστικές σαγιονάρες στραβοπατημένες, ροζ. Η μπλούζα που φορούσα ήταν ροζ μακριά με κρόσσια με τα στρουμφάκια τυπωμένα. Χωρίς ίχνος κυτταρίτιδας, με πλήρη άγνοια ότι θα έρθει μια μέρα που θα με απασχολήσουν τέτοια θέματα. Χωρίς τον φόβο του κακού χοιρινού, των μεταλλαγμένων και του πολυτηγανισμένου λαδιού.


Η λαχτάρα μου για το τυλιχτό σουβλάκι ήταν τεράστια, αφού δεν τρώγαμε ποτέ στο σπίτι junk food και η μαμά μου ήταν πάντα του σπιτικού και του υγιεινού. Όταν οι γονείς μου αντάλλασσαν βλέμματα συνεννόησης για την κοινή απόφαση και την ανακοίνωση του βραδινού μενού, μέσα μου γινόταν έκρηξη χαράς. Χοροπηδούσα σαν κατσίκι γύρω από τον πατέρα μου όσο να βάλει ένα παντελόνι και να περάσουμε απλά απέναντι στην Εμμ. Μπενάκη, στο απέναντι κτίριο. Όταν μπαίναμε στο μαγαζί ήμουν κυρία, νομίζω δεν καλοέφτανα να δω την ψησταριά οπότε χάζευα τριγύρω και τις βιτρίνες των ψυγείων ΑΛΑΣΚΑ που ήταν και στο ύψος των ματιών μου.


Κρατούσα το σουβλάκι μου και ας με έκαιγε και το περνούσα απέναντι στον δρόμο για το σπίτι. Δεν άφηνα να το βάλουν στην σακούλα με τα άλλα. Το κρατούσα ευλαβικά και θυμάμαι την αδερφή μου να με κοροϊδεύει ότι μοιάζω με πεινασμένο της κατοχής. Απολάμβανα την κάθε φορά που παίρναμε σουβλάκια στο σπίτι, σαν να ήταν η τελευταία. Έχω φάει άπειρα σουβλάκια από τότε. Τότε δεν φανταζόμουν πως θα φάω σουβλάκια σε νησιά, βράδια μετά από ξενύχτια, με τύψεις για τα λιπαρά και τις θερμίδες. Σουβλάκια στην Θεσσαλονίκη έξω από το γήπεδο του Άρη με γάντια και σκουφί για το κρύο, σουβλάκια με μαγιό και παρεό στην Πάρο. Σουβλάκια νόστιμα, σουβλάκια άθλια. Δεν φανταζόμουν πως θα βγαίνω ραντεβού με αγόρια και θα τους ζητάω να με πάνε για σουβλάκι με απ όλα παρά για άλλο ένα κοκτέιλ.


Ακόμα και τώρα κάποια βράδια που βαριέμαι να μαγειρέψω δεν παραγγέλνω σουβλάκια μα προτιμώ να πάω να τα πάρω. Δεν χοροπηδάω πια, ούτε στραβοπατάω τις σαγιονάρες μου αλλά στέκομαι εκεί στο πάγκο, τώρα πια στο ύψος μου και μέχρι να παραλάβω την παραγγελία μου να χαζεύω τις γυάλινες βιτρίνες που υπάρχουν μπροστά μου. Αυτά τα βράδια όταν τυχαίνει να με ρωτάει στο τηλέφωνο η μαμά μου τι έφαγα εγώ της λέω κρέας με πατάτες που στην τελική δεν είναι και εντελώς ψέμα.


Ήθελα να σου πω πως θα έδινα τα πάντα για μια ακόμα φορά να πάω με τον μπαμπά μου να πάρουμε σουβλάκια αλλά επειδή δεν θέλω να το κάνω μελαγχολικό τούτο το λιχουδιάρικο ποστ θα σου πω πως σύντομα θα βάλω πλαστικές χρωματιστές σαγιονάρες, ένα σορτς και θα βρω και μια μπλούζα με κρόσσια και θα πάω να πάρω τα σουβλάκια μου.


Μόνο έτσι αξίζει να γιορτάσω την ανάμνηση που εντελώς τυχαία θυμήθηκε το αποβλακωμένο από την δίαιτα μυαλό μου…

ΥΓ Δεν βάζω φωτογραφία για να μην έχουμε θέματα. Ξέρεις εσύ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου