9.6.10


Σε μια συζήτηση με την φίλη μου την Δήμητρα, βάλαμε τον εαυτό μας την δεκαετία του 1960 και μας φανταστήκαμε κάπως έτσι..

Ιούνιος 1963
Είμαι δακτυλογράφος και ιδιαιτέρα σε έναν εργοστασιάρχη. Το γραφείο μου απο το δικό του το χωρίζουν συρόμενες πορτες ξύλινες, τα τηλέφωνα είναι μπεζ με καντράν και γράφουν πάνω τους ΟΤΕ. Στο γραφείο ακούγεται μόνο ο ήχος του ασανσέρ και τα βήματα των κοριτσιών-υπαλλήλων που φοράνε 5ποντα τακουνάκια με λουράκι. Ολες μας το καλοκαίρι φοράμε λουλουδάτα φορέματα, αμάνικα, στενά μέχρι την μέση και μετά κάνουν ενα μεγάαααλο άνοιγμα σαν να εχουν φουρό. Οι πιο κοκέτες φορούν καπέλα και γυαλιά και γάντια. Στις 3 ακριβώς χτυπάμε όλες μαζί την κάρτα μας και γινόμαστε ένα με τα παιδιά που σχολάνε απο το εργοστάσιο..Ετσι λερωμένες φόρμες εργασίας, ποδιές και φορέματα με φουρό γίνονται μια παρέα.
Μένω σε μια μονοκατοικία με όλη την οικογένεια σε μια απο τις πιο όμορφες περιοχές της Αθήνας. Ο μπαμπάς είναι οδηγός στο τρόλει και η μαμά κάνει τα οικιακά. Ο μεγάλος μου αδερφός είναι ασκούμενος δικηγόρος. Η καλυτερή μου φίλη μένει σε ένα δωμάτιο μιας μεγάλης αυλής και οι γειτόνισσες τιτιβίζουν κουτσομπολιά κάθε που απλώνουν την μπουγάδα. Κάθε Τρίτη γυρίζοντας απο την δουλειά σταματάω στον κύριο Μένιο που έχει το περίπτερο και παίρνω τον Ταχυδρόμο ή τις Εικόνες ή το Ρομάντζο. Μερικές φορές παίρνω και το Εκείνη. Κάθομαι στον κήπο του σπιτιού μας τις ανοιξιάτικες Κυριακές και διαβάζω το φωτορομάντζο. Προχτές διάβαζα οτι η Τζένη παραδέχτηκε τον ερωτά της στον Πάτρικ και τώρα μένει εκείνος να χωρίσει απο την κακιά Λουίζα.
Τα Σάββατα πάμε με την μαμά στο κομμωτήριο και μετά περνάμε απο την λαική. Τις καλοκαιρινές Κυριακές πάμε για μπάνιο στην Βουλιαγμένη και στην Βάρκιζα σταματάμε για φρέσκο ψάρι. Μερικές φορές μας συνοδεύουν και οι οικογενειακοί μας φίλοι. Ο κ Στέφανος με την κυρία Όλγα και τα δυο έφηβα παιδιά τους, την Ριρή που θέλει να γίνει πριμα μπαλαρίνα και τον Αρίστο που θέλει να γίνει πιλότος. Κάποιες Κυριακές οι γονείς μου έκαναν το τραπέζι στην οικογένεια του κυρίου Στέφανου και μετά το φαγητό πήγαμε όλοι απογευματινό περίπατο στον Βασιλικό Κήπο και φάγαμε παγωτό στου Ζόναρς. Εκεί πρωτοείδα και τον Πέτρο. Καθόταν σε διπλανό τραπέζι με δύο φίλους του. Ακουσα που φώναζαν το ονομά του. Το επόμενο απόγευμα καθώς γύριζα στο σπίτι, τον βρήκα να με περιμένει στην γωνία. Μας είχε ακολουθήσει την προηγούμενη μέρα και με περίμενε. Μου πρόσφερε ένα ματσάκι κυκλάμινα και με ρώτησε το ονομά μου. Απάντησα και τον προσπέρασα βιαστικά αλλά ευγενικά. Από την ταραχή μου ξέχασα να περάσω από το καθαριστήριο όπως μου είχε παραγγείλει η μητέρα μου απο το πρωί.
(Συνεχίζεται...)

1 σχόλιο: